- παραφορτίζομαι
- παραφορτίζομαι,A cram as an additional load into,
ταῦτα τῷ λόγῳ Plu.2.8e
, cf. Poll.2.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῦτα τῷ λόγῳ Plu.2.8e
, cf. Poll.2.139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραφορτίζομαι — Α (κυριολ. και μτφ.) παρεμβάλλω κάτι ως πρόσθετο φορτίο, προσθέτω και άλλο φορτίο, παραφορτώνω («ταῡτα τῷ λόγῳ παρεφορτισάμην», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παραφορτίσασθαι — παραφορτίζομαι cram as an additional load into aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)